σκηνόδημος

σκηνόδημος
ἡ, πιθ. γρφ., σκηνώδημος, -ον, Μ
αυτός που κατοικεί στο σώμα («τὴν σκηνόδημον φύσιν», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος «το σώμα ως κατοικία τής ψυχής» + δῆμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”